Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Το Λούνα Παρκ.


Να με προσέχεις 5... Το Λούνα Παρκ.

Η ζωή μας είναι σαν ένα παιχνίδι του λούνα παρκ, ας πούμε σαν το τραινάκι του τρόμου. Μπαίνεις μέσα με φόβο ότι μπορεί πάνω στην στροφή να χτυπήσεις, κάπου να συγκρουστεί. Την απόφαση όμως την έχεις πάρει, έχεις μπει μέσα παρ’ όλους τους κινδύνους που παραμονεύουν και απλά κλείνεις τα μάτια και εύχεσαι να μην συμβεί τίποτα. Στην διαδρομή όμως ανακαλύπτεις κάτι άλλο, κάτι που δεν το περίμενες και το άγχος μετατρέπεται σε τόλμη και ο φόβος σε ενθουσιασμό και απολαμβάνεις την διαδρομή χωρίς να φοβάσαι τίποτα, χωρίς να σε νοιάζει τι θα γίνει στο τέλος της διαδρομής, αρκεί να χαρείς την διαδρομή να την ευχαριστηθείς χωρίς αναστολές και τρόμο.

Ήμουν έτοιμη να τον πάρω τηλέφωνο, να του ζητήσω να βγούμε, να μιλήσουμε, είχα αποφασίσει να τα παίξω όλα για όλα και να ρισκάρω. Αυτό όμως που συνέβη δεν το περίμενα με τίποτα. Εκεί που το κινητό έπεσε από τα χέρια μου, ξαφνικά βρέθηκε στα χέρια του ανθρώπου που δεν περίμενα να δω με τίποτα μπροστά μου. Το χαμόγελο του, ο τρόπος που μου μιλούσε απλά με είχε αφήσει σαν άγαλμα μπροστά του!

- Μπέλλα είσαι καλά?, με ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ανασηκώνοντας με ένα αρκετά τρυφερό τρόπο το πρόσωπο μου. Τα μάτια μου αντίκρισαν τα δικά του και αμέσως ένα ρίγος διαπέρασε ολόκληρο το κορμί μου!

- Ν-ναι καλά είμαι, είπα προσπαθώντας ακόμα να ξεπεράσω το σοκ ..

- Σίγουρα?, ρώτησε με αγωνία γιατί έβλεπε ότι πραγματικά δεν βρισκόμουν και στην καλύτερη κατάσταση. Έλα Μπέλλα βρες το κουράγιο, μίλα του.

- Ναι ναι μια χαρά, εσείς δεν είχατε φύγει?, ρώτησα προσπαθώντας να αλλάξω θέμα αλλά έχοντας και την περιέργεια για το πώς βρέθηκε εδώ ξανά.

- Αποφάσισα ότι έπρεπε να γυρίσω, είναι μεγάλη ανάγκη να μιλήσουμε, δεν μπορούμε να το καθυστερούμε κι άλλο, είπε και τότε η ματιά του εστίασε πάνω στην κάρτα, η οποία είχε πέσει στο έδαφος... Έσκυψε και πήρε την κάρτα και ένα έκπληκτο ύφος εμφανίστηκε στα όμορφα χαρακτηριστικά του.

- Εμένα θα έπαιρνες?, είπε ενώ με κοίταζε επίμονα σαν να περίμενε με αγωνία την απάντηση μου.

Δεν ήξερα τι να απαντήσω , μου ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσω, ποτέ δεν ήμουν καλή στα λόγια αλλά ούτε και στις πράξεις και αυτό επειδή ήμουν και είμαι ακόμα δειλή. Έτσι έμαθα από μικρή να μην μπορώ να διεκδικώ τίποτα, απλά έκανα ότι μου έλεγαν οι άλλοι. Από την στιγμή όμως που εμφανίστηκε στην πόρτα μου εκείνο το βράδυ, ένιωσα πολύ περίεργα, ένιωσα πράγματα ανεξήγητα για μένα. Τότε ξαφνικά ένιωσα την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου και το τολμηρό κορίτσι μου χτυπούσε το καμπανάκι να βγει, να τολμήσει να πράξει αψηφώντας τις συνέπειες. Αυτό το καμπανάκι μέρα με την μέρα, ώρα με την ώρα γινόταν όλο και πιο δυνατό αλλά το εμπόδιζα να χτυπήσει δυνατά και να κάνει την εμφάνιση του. Σήμερα όμως ο ήχος του ήταν τόσο δυνατός, τόσο ανυπόφορος που με έκανε πραγματικά να τρελαθώ.

- Όχι, δ-δηλαδή ναι, ήθελα και εγώ να μιλήσουμε , παραδέχτηκα πιο πολύ στον εαυτό μου παρά στον Έντουαρντ … .

- Τότε χαίρομαι που γύρισα πίσω, είπε έχοντας ένα χαρούμενο και ικανοποιητικό ύφος μαζί.

- Και εγώ χαίρομαι που γυρίσατε πίσω, είπα αυθόρμητα χωρίς να υπολογίζω αυτή την φορά τίποτα.

- Πρώτον δεν θα ήθελες να σταματήσουμε αυτόν τον πληθυντικό; Δεν είμαι δα και τόσο μεγάλος και δεύτερον σέβομαι το γεγονός ότι δεν θέλεις να χάσεις τα μαθήματα σου αλλά μπορούμε να πάμε μια βόλτα , σε όποιο μέρος θέλεις εσύ.. είπε περιμένοντας με ανυπομονησία την απάντηση μου. Γύρισα προς την Άλις η οποία μου έκλεισε το μάτι και μου χαμογέλασε σαν να μου έδινε την έγκριση να πάω μαζί του. Η αρχή έγινε, τι θα γινόταν αν πηγαίναμε και μια βόλτα?

- Όπου θέλω ?

- Όπου θέλεις.. μου απάντησε και τότε μου ήρθε στο μυαλό μια τρελή ιδέα και δεν ξέρω γιατί αλλά μου φαινόταν το πιο σωστό μέρος για να πάμε.

- Ωραία τότε, γιατί όχι , ξεκινάμε ?

- Και που θα πάμε..?, ρώτησε έχοντας ένα απορημένο ύφος.

- Ας ξεκινήσουμε και θα σας πω στο δρόμο, είπα και αφού φτάσαμε μπροστά από το αυτοκίνητο του μου άνοιξε την πόρτα για να μπω και μόλις μπήκε και εκείνος ξεκινήσαμε για να πάμε κάπου όπου όλοι γινόμαστε παιδιά και νομίζω ότι το χρειάζεται όσο το χρειάζομαι και εγώ!

Έντουαρντ

Δεν μπορούσα να την αφήσω για ακόμα μια φορά να φύγει, αυτή την φορά έπρεπε να μείνω, να της μιλήσω για να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση μια και καλή. Ήξερα, το έβλεπα στο βλέμμα της ότι με ήθελε αλλά κάτι την φόβιζε, κάτι την έκανε να μην μπορεί να ανοιχτεί, να μην μπορεί να με εμπιστευτεί, όμως ήταν αναγκαίο να προσπαθήσω, έπρεπε να παλέψω γιατί την ήθελα, την πόθησα από την πρώτη στιγμή που την είδα, δεν είναι κάτι επιπόλαιο, το καταλαβαίνω από τα συναισθήματα μου, από τον τρόπο που αντιδρώ ακόμα και σε ένα βλέμμα της.

Έτσι αποφάσισα να γυρίσω πίσω να της μιλήσω και να μην την αφήσω αυτή την φορά να μου φύγει. Ήταν η τελευταία μου προσπάθεια και θα έκανα τα πάντα για να αποβεί σε καλό. Καθώς όμως την εντόπισα και πήγα κοντά της, εκείνη έχοντας το κινητό στο χέρι της και αφηρημένη όπως ήταν, έπεσε πάνω μου. Μόλις σήκωσε το πρόσωπο της τα μάτια της γέμισαν με τρόμο και μόνο στην σκέψη ότι μπορεί να έπαθα κάτι και αμέσως ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά. Δεν μπορούσα να μην αστειευτώ μαζί της όταν αντίκρισα αυτό το τρομοκρατημένο μουτράκι της και αυτό την έκανε να κατεβάσει ακόμα πιο πολύ το κεφάλι της από την ντροπή ενώ τα μαγουλά της είχε βαφτεί με ένα έντονο κόκκινο χρώμα. Ήταν τόσο όμορφη και αθώα που δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της.

Όταν όμως παρατήρησα την κάρτα μου στα πόδια μου, τότε συνειδητοποίησα ότι η Μπέλλα προσπαθούσε να με πάρει τηλέφωνο αλλά την πρόλαβα, ερχόμενος εδώ. Μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου και ήμουν τόσο ευχαριστημένος που γύρισα πίσω. Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι της και με όσο θάρρος κατείχε με κοίταξε κατευθείαν μέσα στα μάτια. Η ματιά της με έκαψε ολόκληρο και όσο μιλούσε το μόνο που μπορούσα να διακρίνω μέσα τους είναι μια αυθεντικότητα, μια ειλικρίνεια τόσο διαφορετική, μια ειλικρίνεια που ανήκει μόνο σε αυτήν.

Στο δρόμο που ήμασταν δεν μιλούσαμε πολύ, το μόνο που έλεγε ήταν για το πώς θα πάμε εκεί. Μόλις φτάσαμε και σταματήσαμε έξω από αυτό το μέρος πραγματικά είχα μείνει ξαφνιασμένος να το κοιτώ χωρίς να μπορώ να συνειδητοποιήσω που έχουμε έρθει.

- Στο Λουνα Παρκ…!?, είπα χωρίς να μπορώ να κρατήσω την απορία και το ξάφνιασμα μου.

- Ναι αλλά αν δεν σου αρέσει μπορούμε να φύγουμε, είπε με κάποιο δισταγμό πιστεύοντας ότι δεν μου αρέσει εδώ που ήρθαμε.

- Όχι δεν θέλω να φύγουμε απλά δεν έχω ξανάρθει και ξαφνιάστηκα κάπως, είπε με ειλικρίνεια...

- Ούτε όταν ήσουν μικρός?

- Όχι , οι γονείς μου το θεωρούσαν επικίνδυνο μέρος για τα μικρά παιδιά και παιδιάστικο για τους μεγάλους, είπα και αμέσως μια νοσταλγία άρχισε να με καταβάλει.

- Λυπάμαι, είπε εννοώντας το και έκανε την καρδιά μου να πεταρίσει. Ήταν τόσο γλυκιά και ευαίσθητη που πραγματικά ένιωθα ότι ήταν πολύ καλή για να είναι αληθινή

- Αλήθεια τι σε έκανε να θες να έρθουμε εδώ...?

- Βγες και θα δεις και μόνος σου, είπε με μια αυτοπεποίθηση και έναν ενθουσιασμό που απλά δεν μπορούσα να της το αρνηθώ.

Αυτό που μπορούσα να δω ήταν παιδιά να διασκεδάζουν με την ψυχή τους και μεγάλους ανθρώπους να γελάνε και να κάνουν σαν τα μικρά παιδιά. Κοιτούσα γύρω μου, παρατηρούσα και απλά είχα μείνει μαγεμένος από όλο αυτό το θέαμα που μου πρόσφερε ο χώρος. Τότε το βλέμμα μου έπεσε στην Μπέλλα, όπου ένα χαμόγελο ζεστό αλλά συνάμα γεμάτο παιδικό ενθουσιασμό είχε εγκατασταθεί στο πρόσωπο της και δεν έλεγε με τίποτα να φύγει. Ήταν τόσο όμορφη , τόσο αθώα που το χαμόγελο της σε ωθούσε να χαμογελάσεις και εσύ, να ζήσεις και εσύ την στιγμή χωρίς να σε νοιάζει τίποτα.

- Είναι πολύ όμορφο το μέρος γεμάτο ζωντάνια.., είπα ενθουσιασμένος.

- Είναι το πιο ξέγνοιαστο μέρος που θα μπορούσε να έρθει κανείς… Θα θελες να πάμε να δοκιμάσουμε τα παιχνίδια?.. ρώτησε ανυπόμονα..

- Ο τολμών νικά, έτσι δεν λένε? Ας δοκιμάσουμε, λοιπόν, είπα και τότε αυθόρμητα με έπιασε από το χέρι και ένιωσα μια ανατριχίλα να διαπερνά όλο μου το κορμί. Ένα και μόνο της άγγιγμα και με έκανε πραγματικά να τα χάνω. Δεν ξέρω αν αυτό είναι έρωτας, αλλά σίγουρα ότι και να είναι, είναι καλοδεχούμενο.

Αρχικά πήγαμε στην σκοποβολή και σαν άντρας και πιο έμπειρος πίστευα ότι θα πετύχαινα όλους τους στόχους, αλλά η συνέχεια με πρόδωσε για τα καλά. Όχι μόνο δεν πέτυχα κανέναν στόχο και έγινα ρεζίλι, αλλά η Μπέλλα δεν έχασε ούτε έναν σημάδι και κέρδισε εκείνη τον μεγάλο αρκούδι αντί για εμένα. Ένιωσα τέτοια ντροπή μέσα μου, αλλά το γλυκό χαμόγελο της Μπέλλας που δεν έσβηνε στιγμή από τα χείλια της με έκανε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου να τα ξεχάσω όλα.

Έπειτα πήγαμε στην ρόδα και αμέσως τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν σαν να έπαιζαν κλακέτες. Ο φόβος μου για τα ύψη με είχε κυριεύσει αλλά δεν ήθελα για ακόμα μια φορά να γίνω ρεζίλι και έτσι αποφάσισα να το κρύψω, αν και αυτό με πρόδωσε για τα καλά. Μόλις άρχισε να ανεβαίνει σιγά σιγά προς τα πάνω η καρδιά μου έτρεχε με 200 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, ένιωθα τον αέρα να έχει λιγοστέψει και τα ρούχα μου να με πνίγουν. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν στάθηκε για λίγα λεπτά επάνω , ένιωθα πραγματικά εγκλωβισμένος, ότι δεν μπορούσα να ξεφύγω από πουθενά.

- Έντουαρντ, είσαι καλά?, με ρώτησε η Μπέλλα γεμάτη ανησυχία..

- Ναι ναι καλά, είπα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα..

- Είσαι σίγουρος, έχεις κιτρινίσει ολόκληρος?

- Αλήθεια?, το έπαιξα ανήξερος, δήθεν ότι δεν καταλαβαίνω τι μου λέει..

- Αλήθεια, μήπως φοβάσαι τα ύψη, να ειδοποιήσω να κατέβουμε?

- Όχι εγώ να φοβάμαι τα ύψη.. Μην ανησυχείς πραγματικά είμαι καλά.. απάντησα με καθησυχαστικό ύφος και προσπάθησα να ηρεμήσω, όσο αυτό ήταν δυνατόν..

Για καλή μου τύχη μετά από λίγο σταματήσαμε, άφησα την Μπέλλα να βγει πρώτη και μόλις πάτησα τα πόδια μου και πάλι στο έδαφος ένιωσα μια ανακούφιση που δεν περιγράφεται. Η Μπέλλα δεν σχολίασε κάτι , αν και ήμουν σίγουρος ότι είχε καταλάβει την υψοφοβία μου.

Στην συνέχεια πήγαμε στα συγκρουόμενα, ακίνδυνο και χωρίς ύψος παιχνίδι. Μπήκαμε μαζί στο ίδιο αυτοκινητάκι και έκατσε η ίδια στην θέση του οδηγού και εγώ ακριβώς δίπλα της. Η χαρά της, η ζωντάνια της όλο της το είναι χαμογελούσε και σε έκανε και εσένα να μην μπορείς να της αντισταθείς ούτε στο ελάχιστο. Ακόμα και χιλιάδες προβλήματα να έχεις, απλά σε έκανε να τα ξεχνάς με ένα της βλέμμα μόνο, με ένα της χαμόγελο, αυτό αρκεί για να σου φύγει κάθε στενοχώρια.

Σε δυο ώρες σχεδόν είχαμε γυρίσει όλα τα παιχνίδια, ο φόβος για το ύψος δεν μπορώ να πω ότι είχε ξεπεραστεί, ένας κόμπος στο στομάχι πάντα με έπιανε αλλά ήθελα με κάθε τρόπο να βρίσκομαι κοντά στην Μπέλλα . Το τελευταίο παιχνίδι όμως ήταν αυτό που μου έκοψε τα ύπατα, το Star Flyer, το οποίο σε ανέβαζε σε ένα αρκετά μεγάλο ύψος και σε γυρνούσε στο αέρα γύρω γύρω. Το γεγονός να αιωρούμαι στο αέρα δεν ξέρω και εγώ σε ποιο ύψος δεν μου ακουγόταν και η καλύτερη ιδέα στο κόσμο. Από την μία ήθελα να δείξω στην Μπέλλα ότι δεν φοβάμαι και δεν ήθελα να της χαλάσω το χατίρι από την άλλη όμως και μόνο στην ιδέα ότι θα μπορούσε αυτό το πράγμα να σταματήσει εκεί πάνω, με έκανε να τρέμω ολόκληρος.

- Θα έρθεις Έντουαρντ?, ρώτησε με ανυπομονησία η Μπέλλα η οποία ήταν τόσο ενθουσιασμένη που θα μπούμε εκεί μέσα, σε αντίθεση με εμένα που ούτε να το βλέπω δεν μπορούσα.

- Ναι πως έρχομαι, είπα και τότε η Μπέλλα προχώρησε προς την είσοδο αλλά εγώ δεν έλεγα να κουνηθώ από την θέση μου. Τότε το συνειδητοποίησε και γύρισε προς τα πίσω τραβώντας με από το χέρι..

- Έλα θα δεις, είναι πολύ ωραίο, είπε και χωρίς να μπορώ να φέρω καμιά αντίσταση ανέβηκα επάνω.

Αφού με δέσανε καλά, κράτησα γερά τα χερούλια για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα φύγω και αυτό ξεκίνησε σιγά σιγά. Σώμα και ψυχή είχαν γίνει ένα και αιωρούνταν στον αέρα, τα πόδια μου δεν τα ένιωθα και με κλειστά μάτια έλεγα από μέσα μου καμιά προσευχή για να μην πάθουμε τίποτα και μείνουμε μετέωροι εδώ πάνω. Κάποια στιγμή χωρίς καν να το συνειδητοποιήσω, το ένιωσα να κατεβαίνει και ξαφνικά σταμάτησε. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα ένα νέο παιδί να με ξεδένει. Αμέσως η καρδιά μου ηρέμησε και μόλις τα πόδια μου πάτησαν στην γη, μια ιδιαίτερη χαρά με πλημμύρισε !! Δεν πρόλαβα να γυρίσω και είδα την Μπέλλα να στέκεται εκεί λαμπερή και πραγματικά χαρούμενη.

- Πώς είσαι Έντουαρντ?, με ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον..

- Τώρα που πατάω γη, νιώθω πολύ καλύτερα, είπα με μια δόση χιούμορ..

- Αν μου είχες πει ότι φοβάσαι τόσο πολύ τα ύψη, δεν θα μπαίναμε..

- Στην ζωή μας πρέπει να τολμάμε ακόμα και αν ο φόβος και ο τρόμος μας έχει κυριεύσει, της είπα με κάθε ειλικρίνεια.

- Ακόμα και αν ρισκάρουμε πολλά?, ρώτησε δύσπιστα.

- Ακόμα και τότε.. Θες να πάμε να καθίσουμε και να πιούμε κάτι, νομίζω ότι έχει ξεραθεί ο λαιμός μου από τόσο ύψος.., είπα και της χαμογέλασα γλυκά.

- Και δεν πάμε, είπε και αφού της έκανα χώρο να προχωρήσει την ακολούθησα και εγώ. Βρήκαμε ένα τραπεζάκι και αφού πήραμε κάτι να πιούμε, καθίσαμε αντικριστά, χωρίς καν να μιλάμε και έτσι αποφάσισα να κάνω εγώ την αρχή.

- Πώς και σκέφτηκες να έρθουμε εδώ, στο Λούνα Πάρκ?

- Το λούνα Πάρκ είναι το αγαπημένο μέρος μου , μόνο εδώ νιώθω ελεύθερη, μακριά από τα προβλήματα! Η καθημερινότητα σε πνίγει και πάντα χρειάζεσαι λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς, λίγες στιγμές όπου το μυαλό σου θα αδειάζει και αυτό εμένα μου το προσφέρει αυτό εδώ το μέρος.

- Μια τόσο νέα κοπέλα και νιώθεις από τώρα να πνίγεσαι?, ρώτησα με απορία προσπαθώντας να την μάθω καλύτερα.

- Υπάρχουν πράγματα που σε οποιαδήποτε ηλικία και αν είσαι θα έρθουν να σε βρουν. Κάποια στιγμή θα σου εξηγήσω και θα καταλάβεις., μου είπε και ήπιε μια γουλιά από το αναψυκτικό της.

- Θα αναμένω..της είπα χαμογελαστά. Εκείνη την στιγμή η Μπέλλα κοίταξε το ρολόι της και γούρλωσε τα μάτια της.

- Μπέλλα συμβαίνει τίποτα? Θες να σε γυρίσω σπίτι?

- Ναι αν γίνεται ..

- Εντάξει μην ανησυχείς δεν θα αργήσουμε καθόλου.., είπα και αφού μου χαμογέλασε αμήχανα, σηκώθηκε και άρχισε να προχωρά μπροστά και την ακολούθησα και εγώ με την σειρά μου.

Στο δρόμο δεν μιλούσαμε καθόλου, η Μπέλλα φύσαγε και ξεφύσαγε ενώ κοιτούσε το ρολόι. Άρχισα να ανησυχώ για εκείνην, γιατί πραγματικά είχε χλομιάσει. Επιτάχυνα λιγάκι παραπάνω για να μπορέσουμε να φτάσουμε νωρίς στο σπίτι της, γιατί κάτι μου έλεγε ότι υπάρχει πρόβλημα με τους γονείς της.

- Θα με αφήσεις εδώ?, μου είπε δείχνοντας μια γωνία αρκετά μακριά θα έλεγα από το σπίτι της.

- Δεν θες να σε πάω έξω από το σπίτι?

- Καλύτερα όχι γιατί πραγματικά δεν ξέρω πόσο καλά θα το πάρει ο πατέρας μου..

- Όπως νομίζεις, είπα και σταμάτησα. Προς το παρόν θα το άφηνα έτσι, αλλά εγώ την Μπέλλα την έβλεπα αρκετά σοβαρά και αν πάνε όλα καλά θα μιλήσω στο πατέρα της για να ξέρει ο άνθρωπος με ποιον βγαίνει η κόρη του γιατί πιστεύω ότι έχει το δικαίωμα να ξέρει.

- Καληνύχτα, πέρασα πολύ όμορφα, είπε με ένα δισταγμό, σαν να ντρεπόταν.

- Και εγώ πέρασα πολύ όμορφα..

- Λοιπόν πρέπει να φύγω, γεια, είπε και την στιγμή που έκανε την κίνηση να φύγει ένιωσα την καρδιά μου να σταματά.

- Μπέλλα μισό λεπτό την σταμάτησα και αφού πήρα το χέρι της, έβγαλα ένα στυλό από το ντουλαπάκι και της έγραψα το νούμερο μου.

- Τι είναι αυτό?, με ρώτησε ξαφνιασμένη

- Επειδή είμαι σίγουρος ότι ξεχάσαμε την κάρτα στην σχολή, σου έγραψα το νούμερο μου για να το έχεις..

Εκείνη την στιγμή κοίταζε μια το νούμερο, μια εμένα και ήταν λες και βρισκόταν σε δίλημμα για το τι θέλει να κάνει. Τότε ξαφνικά ήρθε προς το μέρος μου και αφού μου έδωσε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο με καληνύχτισε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας για να γυρίσει σπίτι.

Ακούμπησα με τα δάκτυλα μου το μάγουλο που μου είχε αφήσει το φιλί και η θύμηση από την αίσθηση που άφησαν τα γλυκά και απαλά χείλη της πάνω στο δέρμα μου με έκανε πραγματικά να ανατριχιάσω ολόκληρος. Αυτή την κοπέλα την θέλω και θα κάνω τα πάντα για να γίνει δική μου!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου